Πυθώ

Πυθώ
Πῡθώ (Πυθώ, -οῖ, -όϊ, -οῖ voc.: -ῶθεν.)
1 Delphi, Pytho

Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10

Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37

Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66

ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε P. 11.49

πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ Pae. 6.2

Π]υθόι τε[ (supp. Lobel) P. Oxy. 2442, fr. 51. test., Σ Aesch., Eum. 2, Πίνδαρός φησι πρὸς βίαν κρατῆσαι Πυθοῦς τὸν Ἀπόλλωνα, διὸ καὶ ταρταρῶσαι ἐζήτει αὐτὸν ἡ Γῆ fr. 55. -ῶθεν, from the Pythian festival, εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (Pauw: Πυθόθεν codd.) I. 1.65

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… …   Dictionary of Greek

  • Πυθῶ — Πῡθῶ , Πυθώ rotting fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πῡθῶ , Πυθώ rotting fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… …   Dictionary of Greek

  • Πυθώ — Πῡθώ , Πυθώ rotting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύθω — Πύθης masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύθω — πυνθάνομαι learn aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῦσε — πύθω cause to rot aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθοί — Α επίρρ. 1. στην Πυθώ ή στους Δελφούς 2. προς την Πυθώ ή προς τους Δελφούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. Ἰσθμ οῖ)] …   Dictionary of Greek

  • πύθεσθε — πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot pres imperat pass 2nd pl πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot pres ind pass 2nd pl πύ̱θεσθε , πύθω cause to rot imperf ind pass 2nd pl (homeric ionic) πυνθάνομαι learn aor imperat mid 2nd pl πυνθάνομαι learn aor ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσει — πύ̱σει , πύθω cause to rot aor subj act 3rd sg (epic) πύ̱σει , πύθω cause to rot fut ind mid 2nd sg πύ̱σει , πύθω cause to rot fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύσω — πύ̱σω , πύθω cause to rot aor subj act 1st sg πύ̱σω , πύθω cause to rot aor ind mid 2nd sg (epic ionic) πύ̱σω , πύθω cause to rot fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”